- στύφῃ
- στύ̱φῃ , στύφωcontractpres subj mp 2nd sgστύ̱φῃ , στύφωcontractpres ind mp 2nd sgστύ̱φῃ , στύφωcontractpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυφή — ἡ, Α [στυφός] μτφ. σοβαρότητα, αυστηρότητα … Dictionary of Greek
στυφῇ — στυφός astringent fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυφίζω — Ν [στυφός] 1. προσδίδω σε κάτι στυφή γεύση 2. (αμτβ.) έχω στυφή γεύση … Dictionary of Greek
Agathonisi — Gemeinde Agathonisi Δήμος Αγαθονησίου (Αγαθονήσι) … Deutsch Wikipedia
άστυφος — η, ο (Μ ἄστυφος, ον) [στυφός] αυτός που δεν έχει στυφή γεύση … Dictionary of Greek
γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… … Dictionary of Greek
γλυκύστρυφνος — γλυκύστρυφνος, ον (Α) αυτός που έχει γεύση γλυκιά και στυφή … Dictionary of Greek
κυδωνιά — (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
κυδώνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 97 κάτ.) της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * το (Μ κυδώνιον και κυδώνιν) ο καρπός τής κυδωνιάς, ο οποίος έχει χρώμα κίτρινο, μορφή μεγάλου αχλαδιού και στυφή γεύση νεοελλ … Dictionary of Greek
λιβάνι — Κομμεορρητίνη που βγαίνει με χάραξη του κορμού των δικοτυλήδονων φυτών του γένους Βοswellia, της οικογένειας των βουρσεριδών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Τα κύρια είδη από τα οποία γίνεται η εξαγωγή του λ. είναι η Βοswellia carterii, που… … Dictionary of Greek